ξεμπροστιάζω

ξεμπροστιάζω
μετ. разоблачать, изобличать при публике

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξεμπροστιάζω" в других словарях:

  • ξεμπροστιάζω — ξεμπροστιάζω, ξεμπρόστιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμπροστιάζω — και ξεμπροστίζω 1. φανερώνω, αποκαλύπτω τα σφάλματα ή την ανικανότητα κάποιου ενώπιον άλλων 2. επιπλήττω κάποιον μπροστά σε άλλους για σφάλμα που έκανε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + μπροστά] …   Dictionary of Greek

  • ξεμπροστιάζω — ξεμπρόστιασα 1. αποκαλύπτω, βγάζω στη φόρα τα σφάλματα ή τα ελαττώματα κάποιου μπροστά σε άλλους. 2. μαλώνω, ελέγχω, κάνω παρατήρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμπροστίζω — βλ. ξεμπροστιάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεμπρόστιασμα — και ξεμπρότισμα, το [ξεμπροστιάζω / ξεμπροστίζω] 1. αποκάλυψη τών σφαλμάτων ή τής ανικανότητας κάποιου μπροστά σε άλλους 2. επίπληξη ενός ατόμου μπροστά σε άλλους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»